- ἐκβαίνοντα
- ἐκβαίνωstep out ofpres part act neut nom/voc/acc plἐκβαίνωstep out ofpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
λίθαξ — λίθαξ, ὁ, ἡ (Α) 1. σκληρός, πετρώδης («μή πώς μ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ κῡμα», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λίθαξ ο λίθος 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) βραχώδης γη 4. φρ. «κωφὴ λίθαξ» επιτάφιος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα αξ … Dictionary of Greek
πανταχού — ΝΜΑ επίρρ. σε όλα τα μέρη, παντού (α. «πανταχού παρών» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῡ», ΚΔ) αρχ. 1. προς κάθε κατεύθυνση («σκοποῡμαι δ ὄμμα πανταχοῡ στρέφων», Ευρ.) 2. εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῡ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
παρανομώ — έω, ΝΜΑ [παράνομος] ενεργώ αντίθετα με τους νόμους, παραβαίνω, παραβιάζω το δίκαιο («τὸν τούτου ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῡντα τε καὶ ἀδικοῡντα», Πλάτ.) αρχ. 1. διαπράττω έγκλημα ή ύβρη («παρανομεῑν εἰς τὸ μαντεῑον», Διόδ.) 2. παθ.… … Dictionary of Greek